Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
γκαραζιέρης
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
γκαραζιέρ
ης
οι
γκαραζιέρ
ηδες
γενική
του
γκαραζιέρ
η
των
γκαραζιέρ
ηδων
αιτιατική
τον
γκαραζιέρ
η
τους
γκαραζιέρ
ηδες
κλητική
γκαραζιέρ
η
γκαραζιέρ
ηδες
Κατηγορία
όπως «
μανάβης
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
γκαραζιέρης
<
γκαράζ
+
-ιέρης
Ουσιαστικό
επεξεργασία
γκαραζιέρης
αρσενικό
(
επάγγελμα
)
ιδιοκτήτης
ή
υπάλληλος
ενός
γκαράζ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
γκαραζιέρης
γαλλικά
:
garagiste
(fr)