γκαμπαρντίνα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- γκαμπαρντίνα < (άμεσο δάνειο) γαλλική gabardine[1] [2] [3] + κατάληξη θηλυκού -α < ισπανική gabardina < gabán + tabardina[1]
Ουσιαστικό επεξεργασία
γκαμπαρντίνα θηλυκό
- (ενδυμασία) άλλη μορφή του καμπαρντίνα
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
γκαμπαρντίνα
|
- ↑ 1,0 1,1 Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ γκαμπαρντίνα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ γκαμπαρντίνα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας