γιουνίπερος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γιουνίπερος < (άμεσο δάνειο) νεολατινική Juniperus (< λατινική γλώσσα juniperus, iuniperus)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγιουνίπερος αρσενικό
Μεταφράσεις
επεξεργασία γιουνίπερος
|
γιουνίπερος αρσενικό
|