άρκευθος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | άρκευθος | οι | άρκευθοι |
γενική | της | αρκεύθου | των | αρκεύθων |
αιτιατική | την | άρκευθο | τις | αρκεύθους |
κλητική | άρκευθε | άρκευθοι | ||
Κατηγορία όπως «άμπελος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |

Ετυμολογία
επεξεργασία
- άρκευθος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἄρκευθος
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈaɾ.ce.fθos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : άρ‐κευ‐θος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
άρκευθος θηλυκό
- (φυτό) κωνοφόρο γυμνόσπερμο δέντρο του γένους Juniperus που ανήκει στην τάξη των Πευκωδών (Pinales) και στην οικογένεια των Κυπαρισσοειδών (Cupressaceae)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- άρκευθος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- άρκευθος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας