Δείτε επίσης: ἄρκευθος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η άρκευθος οι άρκευθοι
      γενική της αρκεύθου των αρκεύθων
    αιτιατική την άρκευθο τις αρκεύθους
     κλητική άρκευθε άρκευθοι
Κατηγορία όπως «άμπελος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Άρκευθος η οξύκεδρος

  Ετυμολογία επεξεργασία

άρκευθος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἄρκευθος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈaɾ.ce.fθos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: άρ‐κευ‐θος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

άρκευθος θηλυκό

Συνώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία