Δείτε επίσης: ἄρκευθος
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η άρκευθος οι άρκευθοι
      γενική της αρκεύθου των αρκεύθων
    αιτιατική την άρκευθο τις αρκεύθους
     κλητική άρκευθε άρκευθοι
Κατηγορία όπως «άμπελος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Άρκευθος η οξύκεδρος

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

άρκευθος θηλυκό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία