↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γιγαντούμενος η γιγαντούμενη το γιγαντούμενο
      γενική του γιγαντούμενου της γιγαντούμενης του γιγαντούμενου
    αιτιατική τον γιγαντούμενο τη γιγαντούμενη το γιγαντούμενο
     κλητική γιγαντούμενε γιγαντούμενη γιγαντούμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γιγαντούμενοι οι γιγαντούμενες τα γιγαντούμενα
      γενική των γιγαντούμενων των γιγαντούμενων των γιγαντούμενων
    αιτιατική τους γιγαντούμενους τις γιγαντούμενες τα γιγαντούμενα
     κλητική γιγαντούμενοι γιγαντούμενες γιγαντούμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
γιγαντούμενος, μετοχή ενεστώτα του γιγαντούμαι

γιγαντούμενος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία