Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
γιγαντούμενος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
γιγαντούμεν
ος
η
γιγαντούμεν
η
το
γιγαντούμεν
ο
γενική
του
γιγαντούμεν
ου
της
γιγαντούμεν
ης
του
γιγαντούμεν
ου
αιτιατική
τον
γιγαντούμεν
ο
τη
γιγαντούμεν
η
το
γιγαντούμεν
ο
κλητική
γιγαντούμεν
ε
γιγαντούμεν
η
γιγαντούμεν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
γιγαντούμεν
οι
οι
γιγαντούμεν
ες
τα
γιγαντούμεν
α
γενική
των
γιγαντούμεν
ων
των
γιγαντούμεν
ων
των
γιγαντούμεν
ων
αιτιατική
τους
γιγαντούμεν
ους
τις
γιγαντούμεν
ες
τα
γιγαντούμεν
α
κλητική
γιγαντούμεν
οι
γιγαντούμεν
ες
γιγαντούμεν
α
ομάδα 'εισαγόμενος'
,
Κατηγορία
όπως «
εισαγόμενος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
γιγαντούμενος
, μετοχή ενεστώτα του
γιγαντούμαι
Μετοχή
επεξεργασία
γιγαντούμενος
που
γιγαντούται
(
γιγαντώνεται
)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
γιγαντούμενος