γιατάκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | γιατάκι | τα | γιατάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | γιατάκι | τα | γιατάκια |
κλητική | γιατάκι | γιατάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- γιατάκι < (άμεσο δάνειο) τουρκική yatak + -ι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγιατάκι ουδέτερο
Μεταφράσεις
επεξεργασία γιατάκι
|