γιαουρτάκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | γιαουρτάκι | τα | γιαουρτάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | γιαουρτάκι | τα | γιαουρτάκια |
κλητική | γιαουρτάκι | γιαουρτάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- γιαουρτάκι < γιαούρτ(ι) + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ʝa.uɾˈta.ci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : για‐ουρ‐τά‐κι
Ουσιαστικό επεξεργασία
γιαουρτάκι ουδέτερο
- υποκοριστικό του γιαούρτι
- ↪ Το βράδυ τρώω πολύ ελαφρά. Ένα γιαουρτάκι, και ύπνο.
Μεταφράσεις επεξεργασία
για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε γιαούρτι
γιαουρτάκι
|