γηροτρόφος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγηροτρόφος, -ος, -ον
- που διατρέφει, περιθάλπει γέροντα, συνήθως το γονιό
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- γηροτροφεῖον
- γηροτροφέω
- γηροτροφία
- γηροτρόφιον
- → και δείτε τις λέξεις γῆρας και τρέφω
Πηγές
επεξεργασία- γηροτρόφος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- γηροτρόφος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.