Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γεωφυσικός οι γεωφυσικοί
      γενική του γεωφυσικού των γεωφυσικών
    αιτιατική τον γεωφυσικό τους γεωφυσικούς
     κλητική γεωφυσικέ γεωφυσικοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γεωφυσικός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

γεωφυσικός αρσενικό -ή, -ό

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γεωφυσικός, -ή

  Μεταφράσεις επεξεργασία