géophysique
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
géophysique | géophysiques |
géophysique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
géophysique | géophysiques |
géophysique (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
géophysique | géophysiques |
géophysique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
géophysique | géophysiques |
géophysique (fr) θηλυκό