Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
géophysique géophysiques

géophysique (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. γεωφυσικός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
géophysique géophysiques

géophysique (fr) θηλυκό

  1. η γεωφυσική