Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γεωπεριβάλλον τα γεωπεριβάλλοντα
      γενική του γεωπεριβάλλοντος των γεωπεριβαλλόντων
    αιτιατική το γεωπεριβάλλον τα γεωπεριβάλλοντα
     κλητική γεωπεριβάλλον γεωπεριβάλλοντα
Κατηγορία όπως «μέλλον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γεωπεριβάλλον < γεω- + περιβάλλον

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ʝe.o.pe.ɾiˈva.lon/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γε‐ω‐πε‐ρι‐βάλ‐λον

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γεωπεριβάλλον ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr