Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
γελασᾰντ-
ονομαστική γελάσᾱς γελάσᾱσ τὸ γελᾶσᾰν
      γενική τοῦ γελάσᾰντος τῆς γελασᾱ́σης τοῦ γελάσᾰντος
      δοτική τῷ γελάσᾰντ τῇ γελασᾱ́σ τῷ γελάσᾰντ
    αιτιατική τὸν γελάσᾰντ τὴν γελάσᾱσᾰν τὸ γελᾶσᾰν
     κλητική ! γελάσᾱς γελάσᾱσ γελᾶσᾰν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ γελάσᾰντες αἱ γελάσᾱσαι τὰ γελάσᾰντ
      γενική τῶν γελασᾰ́ντων τῶν γελασᾱσῶν τῶν γελασᾰ́ντων
      δοτική τοῖς γελάσᾱσῐ(ν) ταῖς γελασᾱ́σαις τοῖς γελάσᾱσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς γελάσᾰντᾰς τὰς γελασᾱ́σᾱς τὰ γελάσᾰντ
     κλητική ! γελάσᾰντες γελάσᾱσαι γελάσᾰντ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ γελάσᾰντε τὼ γελασᾱ́σ τὼ γελάσᾰντε
      γεν-δοτ τοῖν γελάσᾰ́ντοιν τοῖν γελασᾱ́σαιν τοῖν γελασᾰ́ντοιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι μακρό.
3η&1η κλίση, Κατηγορία 'λύσας' όπως «λύσας» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Μετοχή επεξεργασία

γελάσας, -ασα, -αν