γαϊτανόφρυδο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
γαϊτανόφρυδο ουδέτερο
- (λαϊκότροπο, λογοτεχνικό) φρύδι σαν γαϊτάνι, όμορφο και λεπτό
- Αστέρι μου χλωμό, του φεγγαριού αχτίδα, / στο γαϊτανόφρυδό σου κρεμάστηκε η καρδιά μου / σαν το πουλάκι στο ξόβεργο. (Από τραγούδι σε στίχους και μουσική τού Μίκη Θεοδωράκη)
Συγγενικά επεξεργασία
- γαϊτανοφρύδα
- γαϊτανοφρύδης
- → δείτε τις λέξεις γαϊτάνι και φρύδι
Μεταφράσεις επεξεργασία
γαϊτανόφρυδο
|