Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γαϊτανόφρυδο τα γαϊτανόφρυδα
      γενική του γαϊτανόφρυδου των γαϊτανόφρυδων
    αιτιατική το γαϊτανόφρυδο τα γαϊτανόφρυδα
     κλητική γαϊτανόφρυδο γαϊτανόφρυδα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γαϊτανόφρυδο < γαϊτάνι + -ο- + φρύδι + -ο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γαϊτανόφρυδο ουδέτερο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία