Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξόβεργο τα ξόβεργα
      γενική του ξόβεργου των ξόβεργων
    αιτιατική το ξόβεργο τα ξόβεργα
     κλητική ξόβεργο ξόβεργα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξόβεργο < μεσαιωνική ελληνική ιξόβεργον < ιξός + βέργα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ξόβεργο ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία