Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γαμομέρα οι γαμομέρες
      γενική της γαμομέρας των γαμομερών
    αιτιατική τη γαμομέρα τις γαμομέρες
     κλητική γαμομέρα γαμομέρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γαμομέρα < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική fucking + day

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γαμομέρα θηλυκό

Συνώνυμα επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία