↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική βρύσσος οἱ βρύσσοι
      γενική τοῦ βρύσσου τῶν βρύσσων
      δοτική τῷ βρύσσ τοῖς βρύσσοις
    αιτιατική τὸν βρύσσον τοὺς βρύσσους
     κλητική ! βρύσσε βρύσσοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  βρύσσω
γεν-δοτ τοῖν  βρύσσοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
βρύσσος < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

βρύσσος, -ου αρσενικό

Άλλες μορφές

επεξεργασία