βρωμερός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | βρωμερός | η | βρωμερή | το | βρωμερό |
γενική | του | βρωμερού | της | βρωμερής | του | βρωμερού |
αιτιατική | τον | βρωμερό | τη | βρωμερή | το | βρωμερό |
κλητική | βρωμερέ | βρωμερή | βρωμερό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | βρωμεροί | οι | βρωμερές | τα | βρωμερά |
γενική | των | βρωμερών | των | βρωμερών | των | βρωμερών |
αιτιατική | τους | βρωμερούς | τις | βρωμερές | τα | βρωμερά |
κλητική | βρωμεροί | βρωμερές | βρωμερά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Επίθετο
επεξεργασίαβρωμερός -ή -ό και βρομερός
- → δείτε τη λέξη βρομερός