βρομύλος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | βρομύλος | οι | βρομύλοι |
γενική | του | βρομύλου | των | βρομύλων |
αιτιατική | τον | βρομύλο | τους | βρομύλους |
κλητική | βρομύλε | βρομύλοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαβρομύλος αρσενικό
- (λόγιο) άλλη μορφή του βρομιάρης
Μεταφράσεις
επεξεργασία βρομύλος
|