βραχμανιστής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- βραχμανιστής < βραχμάν(ος), βραχαν(ισμός) + -ιστής < ελληνιστική κοινή Βραχμάν
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /vɾa.xma.niˈstis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βραχ‐μα‐νι‐στής
- παλιότερος συλλαβισμός : βρα‐χμα‐νι‐στής
Ουσιαστικό επεξεργασία
βραχμανιστής αρσενικό
- (ινδουισμός) αυτός που πιστεύει στον βραχμανισμό
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη βραχμάνος
Μεταφράσεις επεξεργασία
βραχμανιστής
|