βραδυγλωσσία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- βραδυγλωσσία < μεσαιωνική ελληνική βραδυγλωσσία < ελληνιστική κοινή βραδύγλωσσος < αρχαία ελληνική βραδύς + -γλωσσία ( γλῶσσα )
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /vɾa.ði.ɣloˈsi.a/
Ουσιαστικό
επεξεργασία
βραδυγλωσσία θηλυκό
- το να είναι κάποιος βραδύγλωσσος, η ιδιότητα του βραδύγλωσσου