βουτσινάς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βουτσινάς < μεσαιωνική ελληνική / βουτσίον / βουτσίν / βουττίν < ελληνιστική κοινή βούτις < υστερολατινική buttis < … < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *bʰeHw- (φυσώ, φουσκώνω)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /vu.t͡siˈnas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βου‐τσι‐νάς
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβουτσινάς αρσενικό
Συγγενικά
επεξεργασία- Βουτσινάς (επώνυμο)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία βουτσινάς
|