Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
βουβουζέλα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
βουβουζέλ
α
οι
βουβουζέλ
ες
γενική
της
βουβουζέλ
ας
των
βουβουζέλ
ων
αιτιατική
τη
βουβουζέλ
α
τις
βουβουζέλ
ες
κλητική
βουβουζέλ
α
βουβουζέλ
ες
Κατηγορία
όπως «
ελπίδα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
θεατές με
βουβουζέλες
σε αγώνα του Παγκοσμίου Κυπέλλου Ποδοσφαίρου 2010 στη Νότια Αφρική
Ετυμολογία
επεξεργασία
βουβουζέλα
<
αγγλική
vuvuzela
<
ζουλού
vuvuzela
(
κάνω ένα θόρυβο "βου-βου
)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
βουβουζέλα
θηλυκό
(
αθλητισμός
) πλαστική
καραμούζα
σε σχήμα
τρομπέτας
που τη φυσούν οι οπαδοί των ποδοσφαιρικών ομάδων στη Ν. Αφρική
Μεταφράσεις
επεξεργασία
βουβουζέλα
αγγλικά
:
vuvuzela
(en)
τουρκικά
:
vuvuzela
(tr)