βομβυκοτροφικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- βομβυκοτροφικός < βομβυκοτρόφος
Επίθετο επεξεργασία
βομβυκοτροφικός
- που αναφέρεται στη βομβυκοτροφία
Συγγενικά επεξεργασία
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
βομβυκοτροφικός
|