βολά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βολά | οι | βολές |
γενική | της | βολάς | — | |
αιτιατική | τη | βολά | τις | βολές |
κλητική | βολά | βολές | ||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- βολά < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική βολά < αρχαία ελληνική βολή με επίδραση του φορά[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /voˈla/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βο‐λά
Ουσιαστικό επεξεργασία
βολά θηλυκό
- (λαϊκότροπο, λογοτεχνικό) φορά
- ※ Ωστόσο καμιά βολά που βραδιάζει και σηκώνουμε το κεφάλι απ’ τη σκάφη
- Γιάννης Ρίτσος, ποιητική συλλογή (1941-1953) Αγρύπνια, εκδόσεις Πυξίδα, 1954
- ※ Ωστόσο καμιά βολά που βραδιάζει και σηκώνουμε το κεφάλι απ’ τη σκάφη
επεξεργασία
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- βολά < αρχαία ελληνική βολή με επίδραση του φορά[1]
Ουσιαστικό επεξεργασία
βολά θηλυκό
- φορά (μία ή περισσότερες φορές)
Εκφράσεις επεξεργασία
- μία βολά (κάποτε)
επεξεργασία
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Πηγές επεξεργασία
- βολά - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].