βοερός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | βοερός | η | βοερή | το | βοερό |
γενική | του | βοερού | της | βοερής | του | βοερού |
αιτιατική | τον | βοερό | τη | βοερή | το | βοερό |
κλητική | βοερέ | βοερή | βοερό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | βοεροί | οι | βοερές | τα | βοερά |
γενική | των | βοερών | των | βοερών | των | βοερών |
αιτιατική | τους | βοερούς | τις | βοερές | τα | βοερά |
κλητική | βοεροί | βοερές | βοερά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- βοερός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαβοερός
- γεμάτος βοή, πολυθόρυβος
Μεταφράσεις
επεξεργασία βοερός
|