βλαστομυκητίαση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βλαστομυκητίαση | οι | βλαστομυκητιάσεις |
γενική | της | βλαστομυκητίασης* | των | βλαστομυκητιάσεων |
αιτιατική | τη | βλαστομυκητίαση | τις | βλαστομυκητιάσεις |
κλητική | βλαστομυκητίαση | βλαστομυκητιάσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, βλαστομυκητιάσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- βλαστομυκητίαση < βλαστομύκητας + -ίαση (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική blastomycosis)
Ουσιαστικό επεξεργασία
βλαστομυκητίαση θηλυκό
- (ιατρική, κτηνιατρική) ασθένεια που προσβάλλει το δέρμα ή / και εσωτερικά όργανα και προκαλείται από βλαστομύκητα (Blastomyces dermatitidis)
Μεταφράσεις επεξεργασία
βλαστομυκητίαση