βιοσύνθεση
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- βιοσύνθεση < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική biosynthesis < αρχαία ελληνική βίος + σύνθεσις < συντίθημι < τίθημι
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
βιοσύνθεση θηλυκό
- (βιοχημεία) η δημιουργία οργανικών ενώσεων μέσα σε έναν ζωντανό οργανισμό
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
βιοσύνθεση