Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βιοπολιτική οι βιοπολιτικές
      γενική της βιοπολιτικής των βιοπολιτικών
    αιτιατική τη βιοπολιτική τις βιοπολιτικές
     κλητική βιοπολιτική βιοπολιτικές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βιοπολιτική < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική biopolitics < αρχαία ελληνική βίος + πολιτική

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βιοπολιτική θηλυκό

  • (νεολογισμός) η πολιτική για το περιβάλλον και τη βιοποικιλότητα
    Αλήθεια, πόσες πιθανότητες υπάρχουν αυτά τα εύλογα και επιστημονικά τεκμηριωμένα επιχειρήματα να πείσουν εγκαίρως όσους χαράσσουν με τις αυτιστικές βιοπολιτικές τους το μέλλον του νοήμονος, πλην προβληματικού, είδους μας; Δυστυχώς, ελάχιστες. (*)

  Μεταφράσεις επεξεργασία