βιοθεραπεία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- βιοθεραπεία < βιο- + -θεραπεία ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική biotherapy)
Ουσιαστικό επεξεργασία
βιοθεραπεία θηλυκό
- θεραπεία που βασίζεται σε βιολογικές ή ολιστικές προσεγγίσεις
- τεχνική που χρησιμοποιεί ζώντες οργανισμούς για να πετύχει κάτι
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
βιοθεραπεία