Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βιβλισμός οι βιβλισμοί
      γενική του βιβλισμού των βιβλισμών
    αιτιατική τον βιβλισμό τους βιβλισμούς
     κλητική βιβλισμέ βιβλισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βιβλισμός < Βίβλος + -ισμός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βιβλισμός αρσενικό

  • οι γλωσσικές και λεκτικές ιδιοτυπίες που απαντούν στην Βίβλο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία