Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
βιβλιστής
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
βιβλιστ
ής
οι
βιβλιστ
ές
γενική
του
βιβλιστ
ή
των
βιβλιστ
ών
αιτιατική
τον
βιβλιστ
ή
τους
βιβλιστ
ές
κλητική
βιβλιστ
ή
βιβλιστ
ές
Κατηγορία
όπως «
ποιητής
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
βιβλιστής
<
Βίβλος
+
-ιστής
Ουσιαστικό
επεξεργασία
βιβλιστής
αρσενικό
(
θρησκεία
) που μελετάει και ερμηνεύει τη
Βίβλο
Συγγενικά
επεξεργασία
βιβλισμός
→
δείτε
τις λέξεις
Βίβλος
και
βιβλίο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
βιβλιστής
αγγλικά
:
biblicist
(en)
γερμανικά
:
Bibelkundiger
(de)
ιταλικά
:
biblista
(it)