↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βημόθυρο τα βημόθυρα
      γενική του βημόθυρου των βημόθυρων
    αιτιατική το βημόθυρο τα βημόθυρα
     κλητική βημόθυρο βημόθυρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
βημόθυρο < μεσαιωνική ελληνική βημόθυρον

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

βημόθυρο ουδέτερο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία