βερύκοκκον
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίακαθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | βερύκοκκον | τὰ | βερύκοκκα | ||||
γενική | τοῦ | βερυκόκκου | τῶν | βερυκόκκων | ||||
δοτική | τῷ | βερυκόκκῳ | τοῖς | βερυκόκκοις | ||||
αιτιατική | τὸ | βερύκοκκον | τὰ | βερύκοκκα | ||||
κλητική ὦ! | βερύκοκκον | βερύκοκκα | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- βερύκοκκον < → δείτε τη λέξη βερίκοκκον
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /veˈɾi.ko.kon/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βε‐ρύ‐κοκ‐κον
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβερύκοκκον ουδέτερο
- (φρούτο) άλλη γραφή του βερίκοκκον
- ※ Εἰς τὸ ἀμύγδαλον καὶ τὸ κάρυον, τρώγομεν τὸν σπόρον· εἰς τὸ ἀχλάδιον, τὸ ῥοδάκινον, τὸ βερύκοκκον τρώγομεν τὸ κρεατῶδες μέρος τοῦ περικαρπίου.
- Μιχαήλ Λάμπρου, Εγχειρίδιον στοιχειωδών γνώσεων εκ των επιστημών των τεχνών και της βιομηχανίας, Αθήνησι: Τυπογραφείον Αδελφών Περρή, 1872, σελ. 446
- ※ Εἰς τὸ ἀμύγδαλον καὶ τὸ κάρυον, τρώγομεν τὸν σπόρον· εἰς τὸ ἀχλάδιον, τὸ ῥοδάκινον, τὸ βερύκοκκον τρώγομεν τὸ κρεατῶδες μέρος τοῦ περικαρπίου.
Πηγές
επεξεργασία- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .