Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ βερύκοκκον τὰ βερύκοκκα
      γενική τοῦ βερυκόκκου τῶν βερυκόκκων
      δοτική τῷ βερυκόκκ τοῖς βερυκόκκοις
    αιτιατική τὸ βερύκοκκον τὰ βερύκοκκα
     κλητική ! βερύκοκκον βερύκοκκα
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βερύκοκκον < → δείτε τη λέξη βερίκοκκον

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /veˈɾi.ko.kon/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βε‐ρύ‐κοκ‐κον

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βερύκοκκον ουδέτερο

  Πηγές επεξεργασία