βελούχι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | βελούχι | τα | βελούχια |
γενική | του | βελουχιού | των | βελουχιών |
αιτιατική | το | βελούχι | τα | βελούχια |
κλητική | βελούχι | βελούχια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- βελούχι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική βελούχιν, όπως και στο τοπωνύμιο Βελούχιν[1]
- είτε(Χρειάζεται τεκμηρίωση…) άγνωστης ετυμολογίας. Ίσως προέρχεται από την τουρκική λέξη bolluk (που σημαίνει «αφθονία»).
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβελούχι ουδέτερο
- (ιδιωματικό) πηγή απ' όπου πηγάζει πολύ νερό και (κατ’ επέκταση) τα κτίσματα που χτίζονται κοντά σ’ αυτή
- → δείτε και τη λέξη Βελούχι
Δείτε επίσης
επεξεργασία- βελούχι στη Βικιπαίδεια