↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βεκίλης οι βεκίληδες
      γενική του βεκίλη των βεκίληδων
    αιτιατική τον βεκίλη τους βεκίληδες
     κλητική βεκίλη βεκίληδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
βεκίλης < τουρκική vekil < αραβική وكيل (wakīl, αντιπρόσωπος)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

βεκίλης αρσενικό

  1. (παρωχημένο) εκπρόσωπος, πληρεξούσιος, εντολοδόχος
  2. (παρωχημένο, ειδικότερα) φοροεισπράκτορας
    ※  Ὁ λογαριασμὸς τοῦ Κράτζοβο κόλι διὰ τοὺς δύο χρόνων μπεκαέδες τοῦ Οἰκονόμου, καὶ διὰ τὸ χρονικὸν δεφτέρι ἀπὸ 1811, αϊ–Δημήτριον, ἕως 1812, αϊ–Δημήτριον, καὶ ἔμεινεν νὰ λάβῃ ὁ αὐθέντης μας: 1645,15 γρόσια ἀπό Βελεμίστι, 4246,20 γρόσια ἀπὸ Στρούτζια τζιφλίκι ἀφεντός μας, 688,18 ἀπὸ Οἰκονόμον· 6580,13, ἤτοι ἕξι χιλιάδες καὶ πεντακόσια ὀγδοῆντα, παράδες δεκατρεῖς. Ἀνέμειναν τοῦ ἀφεντός μας νὰ λάβῃ ἀπὸ τὰ σάικα ὡς ἄνωθεν. | Ὁ Οἰκονόμος Κακοπλευρίου κρατεῖ[1] βεκίλην. (Αρχείο Αλή Πασά Γενναδείου Βιβλιοθήκης, επιμέλεια Βασίλης Παναγιωτόπουλος, Δημήτρης Δημητρόπουλος, Παναγιώτης Μιχαηλάρης, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών (Ε.Ι.Ε.), Ινστιτούτο Νεοελληνικών Ερευνών, Αθήνα 2007, τ. 2 (1809–1817), ISBN 978-960-7916-61-7, ISBN τ.2 978-960-7916-63-1, σελ. 349–350)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. Επέχει τη θέση του βεκίλη, αναπληρώνει τον βεκίλη, εκτελεί τα σχετικά καθήκοντα.