βεζιρόπουλο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ve.ziˈɾo.pu.lo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βε‐ζι‐ρό‐που‐λο
Ουσιαστικό επεξεργασία
βεζιρόπουλο ουδέτερο (θηλυκό βεζιροπούλα)
- ο νεαρής ηλικίας γιος ενός βεζίρη
Σημειώσεις επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
βεζιρόπουλο
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ βεζιρόπουλο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας