Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βεζιρόπουλο τα βεζιρόπουλα
      γενική του βεζιρόπουλου των βεζιρόπουλων
    αιτιατική το βεζιρόπουλο τα βεζιρόπουλα
     κλητική βεζιρόπουλο βεζιρόπουλα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βεζιρόπουλο < βεζίρ(ης) + -όπουλο[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ve.ziˈɾo.pu.lo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βε‐ζι‐ρό‐που‐λο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βεζιρόπουλο ουδέτερο (θηλυκό βεζιροπούλα)

  • ο νεαρής ηλικίας γιος ενός βεζίρη

Σημειώσεις επεξεργασία

  • στο πληθυντικό αριθμό μπορεί να αναφέρεται στα παιδιά, ανεξαρτήτως γένους, σε αγόρια και κορίτσια

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία