Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα βαφικά
      γενική των βαφικών
    αιτιατική τα βαφικά
     κλητική βαφικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βαφικά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου βαφικός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βαφικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

βαφικά