βαφικά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | βαφικά | ||
γενική | των | βαφικών | ||
αιτιατική | τα | βαφικά | ||
κλητική | βαφικά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- βαφικά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου βαφικός
Ουσιαστικό επεξεργασία
βαφικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- τα κατάλληλα υλικά και σύνεργα που χρησιμοποιεί κάποιος ηθοποιός, προκειμένου να βαφτεί για μια παράσταση
Μεταφράσεις επεξεργασία
βαφικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
βαφικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του βαφικό