↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική βαφεύς οἱ βαφεῖς - βαφῆς*
      γενική τοῦ βαφέως τῶν βαφέων
      δοτική τῷ βαφεῖ τοῖς βαφεῦσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν βαφέ τοὺς βαφέᾱς
     κλητική ! βαφεῦ βαφεῖς - βαφῆς*
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  βαφ1 ή βαφεῖ2
γεν-δοτ τοῖν  βαφέοιν
* αττικός τύπος
1 όπως στη Γραμματική του Smyth
2 όπως στη Γραμματική Γυμνασίου-Λυκείου Οικονόμου.
3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'βασιλεύς' όπως «βασιλεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
βαφεύς < (βάπτω < *βάφ-jω) βαφ- -εύς

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

βαφεύς αρσενικό