Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βαποριά οι βαποριές
      γενική της βαποριάς των βαποριών
    αιτιατική τη βαποριά τις βαποριές
     κλητική βαποριά βαποριές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βαποριά < βαπόρι + -ιά

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βαποριά θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία