βαναυσούργημα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
βαναυσούργημα ουδέτερο
- έργο που προσβάλλει την ανθρωπιά μας από ηθική ή αισθητική άποψη
Μεταφράσεις επεξεργασία
βαναυσούργημα
|
βαναυσούργημα ουδέτερο
|