βαζιβουζούκος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- βαζιβουζούκος < (άμεσο δάνειο) τουρκική başıbozuk < οθωμανική τουρκική باشی بوزوق (κακό κεφάλι)
Ουσιαστικό επεξεργασία
βαζιβουζούκος αρσενικό
Μεταφράσεις επεξεργασία
βαζιβουζούκος
|