Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ βέλεμνον τὰ βέλεμν
      γενική τοῦ βελέμνου τῶν βελέμνων
      δοτική τῷ βελέμν τοῖς βελέμνοις
    αιτιατική τὸ βέλεμνον τὰ βέλεμν
     κλητική ! βέλεμνον βέλεμν
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  βελέμνω
γεν-δοτ τοῖν  βελέμνοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βέλεμνον < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βέλεμνον, -ου ουδέτερο (ποιητικός τύπος αντί για βέλος) (μόνο στον πληθυντικό, μεταγενέστερα και στον ενικό)

  Πηγές επεξεργασία