↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική βάτης οἱ βάται
      γενική τοῦ βάτου τῶν βατῶν
      δοτική τῷ βάτ τοῖς βάταις
    αιτιατική τὸν βάτην τοὺς βάτᾱς
     κλητική ! βάτ βάται
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  βάτ
γεν-δοτ τοῖν  βάταιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'τοξότης' όπως «τοξότης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
βάτης < (βαίνω) θέμα βα- + -της[1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

βάτης, -ου []

  • βαδιστής, βαίνων

Συγγενικά

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)