βάτης
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | βάτης | οἱ | βάται |
γενική | τοῦ | βάτου | τῶν | βατῶν |
δοτική | τῷ | βάτῃ | τοῖς | βάταις |
αιτιατική | τὸν | βάτην | τοὺς | βάτᾱς |
κλητική ὦ! | βάτᾰ | βάται | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | βάτᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | βάταιν | ||
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'τοξότης' όπως «τοξότης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαβάτης, -ου [ᾰ]
- βαδιστής, βαίνων
Συγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Πηγές
επεξεργασία- βάτης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.