Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βάκρινος η βάκρινα το βάκρινο
      γενική του βάκρινου της βάκρινας του βάκρινου
    αιτιατική τον βάκρινο τη βάκρινα το βάκρινο
     κλητική βάκρινε βάκρινα βάκρινο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βάκρινοι οι βάκρινες τα βάκρινα
      γενική των βάκρινων των βάκρινων των βάκρινων
    αιτιατική τους βάκρινους τις βάκρινες τα βάκρινα
     κλητική βάκρινοι βάκρινες βάκρινα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

βάκρινος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

βάκρινος, -α/-η, -ο

  • που έχει πρόσωπο με πολλά μαύρα στίγματα και λευκό σώμα
    Κοπάδια πρόβατα πολλά, βάκρινα, λάγια, μπέλα.

Σημειώσεις επεξεργασία

Πρόκειται για ποιμενική λέξη της Κεντρικής και της Βόρειας Ελλάδας και χρησιμοποιείται σχεδόν αποκλειστικά για πρόβατα.

  Μεταφράσεις επεξεργασία