Δείτε επίσης: Ἀετός, αετός, ἀετός

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική αἰετός οἱ αἰετοί
      γενική τοῦ αἰετοῦ τῶν αἰετῶν
      δοτική τῷ αἰετ τοῖς αἰετοῖς
    αιτιατική τὸν αἰετόν τοὺς αἰετούς
     κλητική ! αἰετέ αἰετοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  αἰετώ
γεν-δοτ τοῖν  αἰετοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αἰετός < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αἰετός, -οῦ αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία