αχρησία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αχρησία | οι | αχρησίες |
γενική | της | αχρησίας | των | αχρησιών |
αιτιατική | την | αχρησία | τις | αχρησίες |
κλητική | αχρησία | αχρησίες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αχρησία < (ελληνιστική κοινή) ἀχρησία < αρχαία ελληνική χράομαι
Ουσιαστικό
επεξεργασίααχρησία θηλυκό
- η έλλειψη χρήσης κάποιου πράγματος, η μη χρησιμοποίησή του