αχνόφεγγο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αχνόφεγγο < αχνοφέγγω + -ο (αναδρομικός σχηματισμός)
Ουσιαστικό επεξεργασία
αχνόφεγγο ουδέτερο
- το αποτέλεσμα του αχνοφέγγω
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αχνόφεγγο
|