αχνάδα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αχνάδα | οι | αχνάδες |
γενική | της | αχνάδας | — | |
αιτιατική | την | αχνάδα | τις | αχνάδες |
κλητική | αχνάδα | αχνάδες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αχνάδα θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη αχνός