Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αχνάδα οι αχνάδες
      γενική της αχνάδας
    αιτιατική την αχνάδα τις αχνάδες
     κλητική αχνάδα αχνάδες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αχνάδα < αχνός + -άδα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /aˈxna.ða/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αχνάδα θηλυκό

  1. αχνός
  2. ωχρότητα, χλωμάδα

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία