Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αχαρακτήριστος η αχαρακτήριστη το αχαρακτήριστο
      γενική του αχαρακτήριστου της αχαρακτήριστης του αχαρακτήριστου
    αιτιατική τον αχαρακτήριστο την αχαρακτήριστη το αχαρακτήριστο
     κλητική αχαρακτήριστε αχαρακτήριστη αχαρακτήριστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αχαρακτήριστοι οι αχαρακτήριστες τα αχαρακτήριστα
      γενική των αχαρακτήριστων των αχαρακτήριστων των αχαρακτήριστων
    αιτιατική τους αχαρακτήριστους τις αχαρακτήριστες τα αχαρακτήριστα
     κλητική αχαρακτήριστοι αχαρακτήριστες αχαρακτήριστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αχαρακτήριστος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

αχαρακτήριστος (και αχαραχτήριστος)

  1. που δεν έχει χαρακτηριστεί
  2. που δεν μπορεί να χαρακτηριστεί
  3. (ειδικότερα, μειωτικό) που είναι πέρα από κάθε ευπρεπή χαρακτηρισμό, απρεπής

  Μεταφράσεις επεξεργασία