αφιλοστοργία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αφιλοστοργία < αφιλόστοργος + -ία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αφιλοστοργία θηλυκό
- το να είναι κάποιος αφιλόστοργος, η ιδιότητα ή η συμπεριφορά του αφιλόστοργου
Μεταφράσεις επεξεργασία
αφιλοστοργία
|